Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις παρακρατικές μεθόδους μαφίας είναι επικίνδυνη για τα δημοκρατικά δικαιώματα - Ανακοίνωση του γραφείου τύπου
Από το γραφείο τύπου της Λαϊκής Ενότητας εκδόθηκε η παρακάτω ανακοίνωση:
Η αφόρητη δυσωδία της υπόθεσης των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων που έρχεται σταδιακά στο φως, δίνει νέα διάσταση σε μια πρωτοφανή σύγκλιση ποικίλων μηχανισμών που αποδιαρθρώνει πλήρως τις θεσμικές εγγυήσεις που θεωρούνταν δεδομένες σε μια «δυτική δημοκρατία», παράλληλα με την ανοιχτή αμφισβήτηση κάθε κατοχυρωμένης λαϊκής ελευθερίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ίδιος προσωπικά αξιοποίησαν στο έπακρο έναν ήδη διαμορφωμένο από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και τις ξένες μυστικές υπηρεσίες εκτεταμένο μηχανισμό παρακολουθήσεων δίνοντάς του νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Επιδιώκουν με αυτό τον τρόπο να ελέγξουν τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και να δρομολογήσουν επιχειρηματικές συμφωνίες, στην κατεύθυνση που επιθυμούν οι ίδιοι και οι ολιγάρχες καπιταλιστές που τους στηρίζουν. Η ΕΥΠ με ένα εκτεταμένο δίκτυο δεκάδων χιλιάδων παρακολουθήσεων παίζει σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση και εξισορρόπηση αυτού του συστήματος. Οι περισσότερες από αυτές τις παρακολουθήσεις αξιοποιούνται προκαταβολικά για να δρομολογήσουν διευθετήσεις εις όφελος της κυβέρνησης Μητσοτάκη και κυρίως του κλειστού συστήματος εξουσίας γύρω από το πρόσωπό του.
Η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη συμπίπτει χρονικά με την περίοδο που ανακοινώνει την υποψηφιότητά του και παράλληλα επιδεινώνεται ραγδαία η υγεία της Φ. Γεννηματά αφήνοντας πολιτικό κενό στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Ανεξάρτητα από τις παιδαριώδεις αιτιολογίες που σήμερα παρουσιάζει το Μητσοτακικό σύστημα, σχετίζεται με τις προσπάθειες ελέγχου της πολιτικής σκηνής.
Ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας, αλλά και οικονομικοί παράγοντες έχουν ως πιο επιθυμητό σενάριο την διατήρηση του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία για όσο γίνεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, επειδή είναι εντελώς αμφίβολη η αυτοδυναμία της Ν.Δ. σε ενδεχόμενες δεύτερες νέες εκλογές με το σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, το Μητσοτακικό σύστημα αλλά και τα επιχειρηματικά συμφέροντα που το πατρονάρουν ενδιαφέρονται για μία ελεγχόμενη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ. Δεν είναι τυχαίο ότι όλη την περίοδο της διακυβέρνησης της Ν.Δ., με ενεργητικό ρόλο της μητσοτακικής φράξιας, με εξέχοντα παράγοντα τον Λοβέρδο, και ακόλουθους τους Καϊλή, Γιαννακοπούλου, Κεφαλίδου και άλλους, το ΚΙΝΑΛ αποτέλεσε βασικό στήριγμα της πολιτικής της, υποστηρίζοντας μια σειρά νομοσχέδια και πρωτοβουλίες – μεταξύ αυτών και την θεσμοθέτηση της μη ενημέρωσης των παρακολουθούμενων για τις αιτίες παρακολούθησης αν συντρέχουν λόγοι «εθνικής ασφάλειας» που σήμερα αξιοποιεί η κυβέρνηση για να αποκρύψει την παρακολούθηση Ανδρουλάκη. Άλλωστε, στο πλαίσιο της συνολικότερης αναδιοργάνωσης του πολιτικού συστήματος με την εφαρμογή των μνημονίων, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει κληρονομήσει ένα σημαντικό τμήμα στελεχών του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ στο πολιτικό και μηντιακό επίπεδο (Στουρνάρας, Γεραπετρίτης, Οργανισμός Λαμπράκη, Παπαχρήστος, Πρετεντέρης κ.λπ.).
Στο πλαίσιο αυτό η παρακολούθηση Ανδρουλάκη είχε σαν στόχους
Αναδεικνύεται το ερώτημα γιατί αποκαλύπτεται σήμερα ένα τέτοιο σκάνδαλο που φθείρει σε σημαντικό βαθμό την κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη προσωπικά. Πολλοί παράγοντες μπορεί να παίζουν ρόλο:
Τέλος, ο χρονικός ορίζοντας των αποκαλύψεων εν μέσω των διακοπών του Αυγούστου έχει σαν στόχο να μετριάσει τις πολιτικές επιπτώσεις και τις αντιδράσεις.
Η παρακολούθηση εν ενεργεία ευρωβουλευτή και του τότε ισχυρότερου υποψήφιου για την ηγεσία του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, ενώ υπάρχουν βάσιμες κυβερνητικές βλέψεις για ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας, είναι ο απόλυτος δείκτης για τον ρυθμιστικό ρόλο κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών στην πολιτική και επιχειρηματική ζωή. Πρόκειται για μία παρακρατική μεθόδευση τεραστίων διαστάσεων που αναδεικνύει την αυταρχική και σχεδόν παρακρατική λειτουργία του σημερινού αστικού πολιτικού συστήματος, στην οποία όλα τα αστικά κόμματα με τον έναν ή άλλο τρόπο έχουν ομονοήσει και συμβάλλει.
Ο ισχυρισμός του Μητσοτάκη ότι δεν γνώριζε την παρακολούθηση του σημερινού αρχηγού του ΠΑΣΟΚ ΚΙΝΑΛ, καθώς και ότι αυτή η παρακολούθηση έγινε με νόμιμους τρόπους, αποτελεί προσβολή στη νοημοσύνη των πολιτών. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης είναι ο άμεσος πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, ο δε ανιψιός του Γρ. Δημητριάδης ήταν το πραγματικό νούμερο 2 της κυβέρνησης, επιφορτισμένος να οργανώνει τις πολιτικές ισορροπίες στο σύστημα διακυβέρνησης, αλλά και τις πολιτικές και οικονομικές διευθετήσεις μεταξύ κυβερνητικού συστήματος και επιχειρηματικών κέντρων. Η κυβέρνηση επέδειξε μεγάλη επιτάχυνση στη διαδικασία παραχωρήσεων προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο (λιμάνια, αεροδρόμια, ενέργεια, άλλες υποδομές, καταστρατηγήσεις και τροποποιήσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας κ.λπ.), ενώ διατηρεί πολλές ακόμα ανοιχτές εκκρεμότητες κυρίως ως προς την κατεύθυνση διανομής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των ΕΣΠΑ. Για να ανταποκριθεί σε αυτό το ρόλο, με κεντρικό πρόσωπο τον Δημητριάδη, μεθοδικά υλοποίησε την κατεύθυνση που αποκαλύπτεται σήμερα και μία πλευρά της αφορά στην προσπάθεια παρακολούθησης και ελέγχου της πολιτικής ζωής. Τίποτα από αυτά στα οποία αναμίχθηκε ο Δημητριάδης δεν ήταν εν αγνοία του Μητσοτάκη και όλα είχαν την έγκρισή του.
Αποτελεί επίσης προσβολή στη νοημοσύνη των πολιτών ο ισχυρισμός Μητσοτάκη ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν νόμιμη. Η «νομιμότητα» των παρακολουθήσεων στην οποία αναφέρεται προκύπτει από μια απλή διάταξη Ειδικού Εισαγγελέα, τοποθετημένου και στεγαζόμενου στην ΕΥΠ, ο οποίος δεν γνωστοποιεί την αιτιολογία της παρακολούθησης, αλλά αρκεί η απλή αναφορά σε λόγους εθνικής ασφάλειας. Η δε εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου που ανέλαβε την εποπτεία της ΕΥΠ και ενέκρινε την παρακολούθηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων μεταξύ αυτών του Ανδρουλάκη, δημοσιογράφων και πιθανώς άλλων βουλευτών είναι ένα σκοτεινό πρόσωπο στενά συνδεδεμένη με το σύστημα Μητσοτάκη αλλά και με επιχειρηματικά συμφέροντα και χρειάστηκαν προσωπικές παρεμβάσεις και πιέσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης για να τοποθετηθεί με οριακή πλειοψηφία σε αυτή τη θέση.
Η αποκάλυψη αυτού του συστήματος και οι προσπάθειες συγκάλυψής του φωτίζει ακόμα περισσότερο μία εκτίμηση που γίνεται από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από τη ΝΔ του Μητσοτάκη, δηλαδή ότι η κυβέρνηση του κατεξοχήν κόμματος του κεφαλαίου στην Ελλάδα στηρίζεται με πρωτοφανώς σταθερούς και συνολικότερους όρους από το μεγαλύτερο τμήμα της αστικής τάξης και των μηντιακών μηχανισμών της. Ποτέ ξανά στην ιστορία της μεταπολίτευσης δεν έχει υπάρξει τόσο ισχυρή, χωρίς αντιφάσεις και τριγμούς, στήριξη του συνόλου των τμημάτων της αστικής τάξης σε έναν πολιτικό πόλο, ή τέτοια εξισορρόπηση των μεταξύ τους ανταγωνισμών. Η ΝΔ αναδείχθηκε στην κυβερνητική εξουσία με την ξεκάθαρη κατεύθυνση να πάρει μια ρεβάνς απέναντι στα λαϊκά στρώματα, να υλοποιήσει τις κεντρικές πλευρές της στρατηγικής του κεφαλαίου, αλλά και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις θεσμικής θωράκισης του πολιτικού συστήματος που δυνητικά θα αποτρέψουν μία ευρεία αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, ανάλογη με αυτή της περιόδου 2010 – 2015. Παρά τις αντιφάσεις, τις αντιστάσεις και τις παροδικές δυσκολίες, έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες σε αυτή την κατεύθυνση και για αυτό το λόγο εξακολουθεί να στηρίζεται με τους ίδιους όρους. Παράλληλα, όπως αποδεικνύεται, έχει προχωρήσει, με εμφανείς και αφανείς όρους, συνολικότερες θεσμικές αλλαγές και κυρίως μία αναδιάταξη στους όρους συγκρότησης του συνασπισμού εξουσίας.
Η συνθήκη αυτή έχει καθοριστικές αποκρυσταλλώσεις: α) Την πλήρη στήριξη των ΜΜΕ στην κυβερνητική πολιτική και την ενεργητική συμμετοχή τους στην κατασκευή και διάχυση του κυβερνητικού αφηγήματος. Τα μεγάλα ΜΜΕ τα οποία χωρίς εξαίρεση ανήκουν άμεσα στα ανώτερα τμήματα της ελληνικής ολιγαρχίας (εφοπλιστές, κατασκευαστές, κεφαλαιοκράτες στον χώρο της ενέργειας), αναπαράγουν ξεδιάντροπα τα κυβερνητικά ψεύδη, συμμετέχουν στην κατασκευή σκευωριών, αποκρύπτουν συστηματικά την πραγματικότητα, ακόμα και όταν αυτή αναπαράγεται στον διεθνή τύπο. β) Τη συγκρότηση σχέσεων και την άντληση στηριγμάτων από όλα τα τμήματα του κεφαλαίου που χτίζεται πάνω σε υλικές συνδέσεις που στηρίζονται στην κατανομή τεράστιων πόρων: των τεράστιων ροών ευρωπαϊκών κονδυλίων, τις ιδιωτικοποιήσεις και την παραχώρηση δημόσιου πλούτου, την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης εμβάθυνσης της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων τάξεων μέσα από την άρση των κατοχυρώσεων των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αλλά και την υλική αποκρυστάλλωση της κρατικής καταστολής. γ) Την πλήρη και ευρεία στήριξη του μεγαλύτερου τμήματος του δικαστικού μηχανισμού, μέσα από την ενεργητική του εμπλοκή στην κυβερνητική στρατηγική όξυνσης της καταστολής, αλλά και, όπως τώρα αποκαλύπτεται, την συμμετοχή του σε κατευθύνσεις ξεκάθαρης χειραγώγησης της πολιτικής ζωής στη χώρα. Αυτό που ήταν ήδη εμφανές από την υπόθεση Novartis, αλλά και την συμμετοχή στην κατασκευή σκευωριών σε βάρος εκατοντάδων προσώπων, αγωνιστών του λαϊκού κινήματος, ή και απλών πολιτών, σήμερα αποκαλύπτεται μία νέα, βαθύτερη διάσταση. δ) Ταυτόχρονα, ειδικό ρόλο παίζει η ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα του ιμπεριαλιστικού παράγοντα, των ΗΠΑ, στον συνασπισμό εξουσίας και οι ιδιαίτερες σχέσεις του με την κυβέρνηση και το πρόσωπο του Πρωθυπουργού.
Η αντιπαράθεση με αυτή τη στρατηγική αποτελεί κομβικό ζήτημα. Αντιπαράθεση που δεν μπορεί να διεξαχθεί από το ΚΙΝΑΛ ή από το ΣΥΡΙΖΑ, που υλοποίησε τις περισσότερες πτυχές της ίδιας πολιτικής και σε πολλές περιπτώσεις έθεσε τις βάσεις για την εφαρμογή της, που, ακόμη και σήμερα, δεν αμφισβητεί παρά δευτερεύουσες πτυχές της στρατηγικής του κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μετά την ανοιχτή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ με τα μνημόνια και κυρίως με τον αμερικάνικο παράγοντα, οι παρακολουθήσεις για λόγους «εθνικής ασφάλειας» εκτοξεύονται ποσοστιαία και σε απόλυτα μεγέθη. Έτσι, σύμφωνα με τις Ετήσιες Εκθέσεις Πεπραγμένων της Αρχής Διασφάλισης των Απορρήτων Επικοινωνιών (ΑΑΔΕ), οι παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ την περίοδο αιχμής του αντιμνημονιακού κινήματος δωδεκαπλασιάζονται – από 302 το 2008, φτάνουν τις 3742 το 2011. Το μεγάλο άλμα σε απόλυτα μεγέθη γίνεται την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Από 3780 το 2014, εκτοξεύονται σε 9295 το 2016 και σε 11113 το 2018. Σε σύγκριση με αυτή την έκρηξη των παρακολουθήσεων επί ΣΥΡΙΖΑ, η αύξησή τους σε 13750 το 2020 επί Ν.Δ. μπορεί να θεωρηθεί μετριοπαθής.
Η διενέργεια άγνωστου συνολικού αριθμού δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων παρακολουθήσεων για λόγους «εθνικής ασφάλειας» μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί. Οι δυνητικά παρακολουθούμενοι είναι πολύ περισσότεροι από ότι οι εντολές γιατί μία εντολή παρακολούθησης μπορεί να μην αφορά μόνο ένα άτομο αλλά και γιατί εμπλέκει και τις επαφές των παρακολουθούμενων. Είναι δυνατόν να αποτελούν κίνδυνο για την «εθνική ασφάλεια» δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, την ίδια στιγμή που αυτές οι υπηρεσίες, όπως η ΕΥΠ, είναι εντελώς διαβρωμένες από τους αμερικανονατοϊκούς μηχανισμούς, από τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά και από μεσαίου επιπέδου εγκληματικά και παραβατικά κέντρα, όπως αποδεικνύει η μεταπώληση δεδομένων και πληροφοριών που συλλέγονται από την ΕΥΠ σε επιχειρηματικά και εγκληματικά δίκτυα. Ο Μητσοτάκης στην απολογητική δήλωσή του για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη, προσπάθησε να εκθειάσει τον ρόλο της ΕΥΠ και πολύ περισσότερο να νομιμοποιήσει αυτό το εκτεταμένο σύστημα παρακολούθησης, αναγνωρίζοντας απλώς «αστοχίες». Όμως, πρόκειται για ξεκάθαρα αντιλαϊκούς μηχανισμούς που έχουν σαν στόχο το λαϊκό κίνημα. Η γιγάντωσή τους και η ανεξέλεγκτη λειτουργία τους, στο πλαίσιο μιας όλο και μεγαλύτερης αυταρχικής διολίσθησης του πολιτικού συστήματος, έχει σαν αποτέλεσμα να περιστέλλονται ακόμα και τα περιορισμένα δικαιώματα της τυπικής αστικής δημοκρατίας και ενίοτε να μπαίνουν στο στόχαστρό τους ακόμα και άτομα και φορείς που υπηρετούν αυτή την αυταρχική διολίσθηση, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ανδρουλάκης και το ΚΙΝΑΛ.
Οι μηχανισμοί αυτοί δεν μεταρρυθμίζονται, όμως είναι απαραίτητη η ανάπτυξη ενός πλατιού μετώπου για τον περιορισμό των αυταρχικών εκτροπών στις οποίες αξιοποιούνται και την διασφάλιση ενός πλαισίου δικαιωμάτων και πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών, αλλά και προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Ένα τέτοιο μέτωπο, αντιπαράθεσης στην αυταρχική εκτροπή και τις παρακρατικές μεθοδεύσεις και υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών, πρέπει να έχει κέντρο τις δυνάμεις της αριστεράς, αλλά και να περιλαμβάνει πολίτες και φορείς με δημοκρατικό προσανατολισμό.
Από το γραφείο τύπου της Λαϊκής Ενότητας εκδόθηκε η παρακάτω ανακοίνωση:
Δηλώσεις Μητσοτάκη για τις υποκλοπές: Προκλητική αποποίηση κάθε ευθύνης και θρασύτατη υπεράσπιση της ΕΥΠ, η οποία σύμφωνα με τα στοιχεία διενεργεί χιλιάδες υποκλοπές ετησίως
Ο πρωθυπουργός με τις δηλώσεις του για τις παραβιάσεις του απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών του Νίκου Ανδρουλάκη, προκάλεσε για μία ακόμα φορά τον ελληνικό λαό.
Όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η ΕΥΠ λειτουργεί με πλήρη αδιαφάνεια διαχρονικά, παραβιάζει δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών και πρέπει να καταργηθεί το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που την αφορά, να σταματήσει να υπάγεται στον εκάστοτε πρωθυπουργό και να υπαχθεί στον έλεγχο ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής.
Η συνέχιση αυτής της κατάστασης όπως την προωθεί ο πρωθυπουργός αποτελεί δημοκρατική εκτροπή.
Την ώρα που οι καταγγελίες για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων αλλά και πολιτών πληθαίνουν, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διέταξε έρευνα όχι για την ουσία των καταγγελιών αλλά για διαρροή στοιχείων που άπτονται της εθνικής ασφάλειας.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ποινική προκαταρκτική εξέταση για τη διαρροή των στοιχείων που περιέχονται σε άκρως απόρρητα κρατικά έγγραφα που αφορούν «στη διαδικασία άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών επί θεμάτων, που άπτονται της εθνικής ασφάλειας της χώρας» θα διενεργήσει ο ίδιος ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Τα ερωτηματικά γίνονται πιο έντονα αφού εκτός των καταγγελιών για τις παρακολουθήσεις που ήρθαν στην επιφάνεια πρόσφατα, υπάρχουν δημοσιεύματα εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα για προσπάθειες από την πλευρά της κυβέρνησης αλλά και παλαιότερων κυβερνήσεων να αποκτήσουν λογισμικό που θα δίνει την δυνατότητα σε κρατικές υπηρεσίες κάτω από αδιαφανείς διαδικασίες να παρακολουθούν μαζικά πολίτες.
Τέτοιες κινήσεις από την πλευρά της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν συμβάλλουν προκειμένου οι πολίτες να αισθανθούν ασφαλείς από αυθαίρετες παρακολουθήσεις από κρατικές υπηρεσίες αλλά μπορούν να ερμηνευτούν ότι εντάσσονται στην κυβερνητική προσπάθεια να συγκαλυφτεί το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Μάλλον όμως αυτό είναι το ζητούμενο. Άλλωστε αυτή είναι η λογική συνέχεια του ότι η ΕΥΠ υπάγεται κατευθείαν στον Πρωθυπουργό, υπάρχει ειδικός εισαγγελέας για τις περιπτώσεις τρομοκρατίας και εθνικής ασφάλειας και έτσι για πλείστες όσες παρακολουθήσεις όπως του Ανδρουλάκη, άλλων πολιτικών και δημοσιογράφων δεν δίνει κανείς λόγο πουθενά.
Η δικαιοσύνη αυτό που πρωτίστως θα έπρεπε να ασχοληθεί, είναι να διερευνήσει τις καταγγελίες που διατυπωθήκαν πρόσφατα αλλά και παλαιότερα για χρησιμοποίηση κρατικών υπηρεσιών με παράνομες μεθόδους προκειμένου να παρακολουθηθούν πολίτες, πολιτικά πρόσωπα και κόμματα, καταγγελίες που διαχρονικά μένουν αδιερεύνητες και στο σκοτάδι γεννώντας τεράστια ερωτηματικά στους πολίτες.
Με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο όμως έχουν χτίσει τα στεγανά και οι έρευνες δεν στρέφονται κατά αυτών που διενεργούν τις παρακολουθήσεις αλλά ψάχνουν ευθύνες για τις διαρροές.